αυταδέλφη

αυταδέλφη
η родная сестра

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αυταδέλφη" в других словарях:

  • πρωτογένεια — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, η πρώτη γυναίκα στον κόσμο ύστερα από την εξαφάνιση του ανθρώπινου γένους από τον κατακλυσμό. Κατά την παράδοση, την απήγαγε ο Ζευς στο Μαίναλο της Αρκαδίας, και από την ένωσή της …   Dictionary of Greek

  • συγκασιγνήτη — ἡ, Α αδελφή από τους ίδιους γονείς, αυταδέλφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κασιγνήτη / κασίγνητος «ομοπάτριος αδελφή»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»